ζηλωτικός

ζηλωτικός
ζηλωτικός, -ή, -όν (AM) [ζηλωτής]
μσν.
αξιοζήλευτος
αρχ.
1. ο γεμάτος ζήλο, ο ζηλωτής
2. ζηλότυπος, ζηλόφθονος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζηλωτικόν
ο ζήλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζηλωτικός — emulous masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλωτικόν — ζηλωτικός emulous masc acc sg ζηλωτικός emulous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλωτικοί — ζηλωτικός emulous masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλωτικούς — ζηλωτικός emulous masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλωτικωτάτη — ζηλωτικός emulous fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλωτικῶς — ζηλωτικός emulous adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”